μελωδητός

μελωδητός
μελῳδητός, -ή, -όν (ΑM) [μελωδώ]
αυτός που μπορεί να τόν ψάλλει κάποιος με μελωδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελῳδητόν — μελῳδητός to be sung masc acc sg μελῳδητός to be sung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμελώδητος — ἀμελώδητος, ον (Α) [μελωδητός] αυτός που δεν μελωδήθηκε, ατραγούδιστος …   Dictionary of Greek

  • μελωδητικός — μελῳδητικός, ή, όν (Α) [μελωδητός] αυτός που προκαλείται από μελωδία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”